- θρασομανώ
- -άω1. φουντώνω, θεριεύω2. εμφανίζομαι με ζωηρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θράσος + -μανώ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο-μανώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek
θρασεύω — [θράσος] θρασομανώ* … Dictionary of Greek
θρασομανάω — και θρασομανώ 1. φουντώνω, θάλλω. 2. μτφ., αποκτώ μεγάλες διαστάσεις, γιγαντώνομαι: Θρασομανάει η φωτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)